Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σερρών
Από την αρχαιολόγο Σ. Β. Σαμπανοπούλου
- ΜΠΕΖΕΣΤΕΝΙ
- ΤΟ ΤΕΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΧΜΕΤ ΜΠΕΗ
- ΤΕΜΕΝΟΣ ΖΙΝΤΖΙΡΛΙ
- ΤΟ ΤΕΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΜΠΕΗ
«Τους ων β' μηνί σεπτεμβρίω πήραν οι τούρκοι τάς αθλίας σέρρας»
Η συνοπτική απόδοση της κατάληψης των Σερρών στις 19.9.1383, διά χειρός του Ντελή - Μπαλαμπάν και του Λαλά - Σαχίν, πέραν του ακριβούς χρονολογικού προσδιορισμού του γεγονότος, αποδίδει και την συναισθηματική φόρτιση του ανωνύμου χρονικογράφου. Τα σύγχρονα όμως οθωμανικά χρονικά μετριάζουν την αίσθηση της αθλιότητας στην οποία περιέρχεται η πόλη με την κατάκτηση της δηλώνοντας σαφέστατα πως πάρθηκε με συνθήκη. Αυτό σημαίνει πως οι κατακτητές δεν προτίθενται ν' αρπάξουν «ούτε ένα σκουπιδάκι από τους απίστους» αρκεί στις υπάρχουσες δομές να προστεθεί ο «νόμος του αυθέντη» - για την πρώιμη αυτή περίοδο απλός και ανταποδοτικός και, το σημαντικότερο, υποσχόμενος φορολογικές ελαφρύνσεις.
Έκτοτε, υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι - βεζίρηδες, πασάδες και μπέηδες, γαζήδες, καστροφύλακες και θησαυροφύλακες, γυναίκες του χαρεμιού όπως η οικογένεια των Τζανταρλήδων, ο Εβρενόζ μπέης, ο σεΐχης Μπεντρεντίν, ο μπέης Ισμαήλ, ο Μπαχαεντίν πασάς, ο Μεχμέτ μπέης και η σύζυγος του Σελτσούκ χατούν - αντιδωρίζοντας στους κατοίκους της γης αυτής τη θεία δωρεά των ηγεμονικών προσόδων, που, διά του σουλτάνου, λαμβάνουν από αυτή, ανεγείρουν δερβισικά μοναστήρια, τζαμιά, λουτρά, χάνια και καραβάν σεράγια, κρηναία οικοδομήματα και γεφύρια, μεταπλάθοντας σε ισλαμικό το πρόσωπο της πόλης. Αναζωογονούν έτσι την οικονομία του «μεγάλου τε και θαυμαστού άστεως» υπακούοντας στο εθιμικό πως «η φιλανθρωπία είναι ο τελειότερος ιερός πόλεμος». Πολιτική που, ενισχυόμενη και από τους εποικισμούς, δεν στάθηκε χωρίς αποτέλεσμα.
Την κατάκτηση σφράγισε ο μέγας βεζύρης Καρά-Χαλίλ Χαϊρεντίν Τζανταρλή προσλαμβάνοντας, ως φαίνεται, την έκταση της κάτω αγοράς - όπου περικλείεται η σύγχρονη κεντρική πλατεία της πόλης - με την ίδρυση «τεμένους αγαστού», κατά την κτητορική του επιγραφή, το έτος Εγίρας 787, από Χριστού δηλαδή το 1385.
Το Εσκί, λεγόμενο, Τζαμί κατεδαφίστηκε στα 1937 «διά να ανεγερθώσιν εις την θέσιν αυτού σειρά εμπορικών καταστημάτων» - πολυώροφη οικοδομή γραφείων σήμερα. Επεμβάσεις και προσθήκες που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του -ανακαινίστηκε μετά την καταστροφή του από πυρκαϊά στα 1719 και στα 1836, κατόπιν διαταγής του σουλτάνου Μαχμούτ II- εμποδίζουν να ανασυνθέσουμε πλήρως τον αρχικό του σχεδιασμό. Οπωσδήποτε παρουσίαζε εκπληκτική ομοιότητα με το Γιεσίλ Τζαμί (Πράσινο Τέμενος) της Νίκαιας που ο Χαϊρεντίν πασάς είχε θεμελιώσει στα 1378.
Για την απρόσκοπτη λειτουργία του καθιδρύματος μερίμνησε και ο ίδιος ο σουλτάνος Μουράτ (1360-1389) παραχωρώντας του το δικαίωμα εισπράξεως του ποσού των 7200 άσπρων προερχομένου από την φορολογία της πόλης. Τα έσοδα συμπληρωνόταν από καταστημάτων και τις εισπράξεις λουτρού που ο μεγάλος βεζύρης ανήγειρε στα ανατολικά του τζαμιού του. Το Εσκί Χαμάμ, με την εκπληκτική άνοδο της στάθμης της σύγχρονης πόλης, καταβυθίστηκε. Έτσι, ενώ ένα τμήμα του έχει καταστραφεί, τα σωζόμενα μέρη του εγκιβωτίστηκαν σε σειρά καταστημάτων επί των οδών Σολωμού και Παπαπαύλου. Ο επισκέπτης του καταστήματος υποδημάτων Τσαγκαλίδη μπορεί ν' αγγίξει τον τρούλλο που εκάλυπτε αίθουσα του ανδρικού τμήματος του λουτρού. Το να αντιληφθεί όμως το δέος που προκαλούσαν τα αρχικά του μεγέθη επαφίεται στη φαντασία του.
Ένα επίσης προσδιοριζόμενο ως εσκί αλλά καραβάν σεράϊ ανήγειρε, στα δυτικά του τζαμιού του πατέρα του, Χαϊρεντίν, ο Αλή πασάς ο επονομαζόμενος Ευνούχος που καταστράφηκε από πυρκαϊά στα 1763.
Η τύχη των μνημείων αυτών αντανακλά και τη μοίρα των υπολοίπων που είτε καταστράφηκαν, είτε ενσωματώθηκαν σε νεότερες κατασκευές, είτε καταχώθηκαν κάτω από την άσφαλτο των συγχρόνων οδών. Η πόλη προσπαθώντας να συνέλθει από την πυρπόληση της του 1913 απέταξε την ανατολίτικη φυσιογνωμία της και όφειλε, βάσει του ρυμοτομικού σχεδίου που εφαρμόστηκε, να μοιάσει της ... «Φραγκφούρτης».
Περιδιαβαίνοντας όμως τα μνημεία που διέφυγαν την μήνιν των αδήριτων καιρών εύκολα γίνεται αντιληπτή η δυναμική που κυριάρχησε στην πόλη τότε, που έκοβε νομίσματα για λογαριασμό των Οθωμανών σουλτάνων σε ασήμι και χρυσό.
ΜΠΕΖΕΣΤΕΝΙ
Ο τελευταίος της οικογένειας των Τζανταρλήδων που συσχέτισε το όνομα του με την πόλη είναι ο Ιμπραήμ (1428/9-1499), δισέγγονος του γενάρχη της. Η ανοικοδόμηση της κλειστής αγοράς πολυτίμων ειδών - όπως ερμηνεύεται ο όρος Μπεζεστένι - στα 1455/6, δεν προήγαγε τόσο όσο παγίωσε τη σφύζουσα εμπορική κίνηση της πόλης.
Οι εξωτερικοί τοίχοι του κτηρίου διαμορφώνουν το στερεό ορθογώνιο σχήμα του. Δύο ογκώδεις τετράγωνοι πεσσοί, δημιουργούν στον εσωτερικό χώρο έξι διάχωρα που καλύπτονται με ισάριθμους ημισφαιρικούς θόλους. Οι θόλοι πατούν με την βοήθεια τεσσάρων σφαιρικών τριγώνων ο καθένας σε τέσσερα τόξα. Η τήρηση της βασικής αυτής αρχής δημιουργεί την εντυπωσιακή μορφολογική σύλληψη των τεσσάρων ζευγών τόξων που εκφύονται από κάθε πεσσό. Στην άλλοτε καλυμμένη με φύλλα μολύβδου στέγη του περιγραφόταν καθαρά η θολοδομία του μνημείου, κρυμμένη πλέον κάτω από ισχυρές μονωτικές στρώσεις εξείχαν πλάι στα οκταγωνικά τύμπανα των τρούλλων οι μικρές ασπίδες που επιστέφουν τους πεσσούς και οι καμάρες που στεγάζουν τα ζεύγη των τόξων.
Οι τέσσερεις θύρες, μία σε κάθε πλευρά, τονίζονται με λίθινα περιθυρώματα και επιστέφονται με χαμηλά τόξα. Στο πλάτος των ανοιγμάτων αυτών διακόπτονταν και οι στοές που περιέτρεχαν τις πλευρές του μνημείου και στέγαζαν πολύ μεγαλύτερο αριθμό καταστημάτων από το εσωτερικό του - ανάμεσα τους τα εργαστήρια των καζάζηδων και των χρυσοσκουφάδων. Το ύψος των στοών, που καταστράφηκαν το '13 και δεν ανακαινίστηκαν, διακρίνουμε στις όψεις του κτηρίου: είναι στο σημείο όπου οι τοίχοι διαγράφουν μία αξιοσημείωτη εσοχή και η δόμηση τους, ως το πολύζωνο οδοντωτό γείσο που τις περιτρέχει, μεταμορφώνεται από αμελής σε επιμελέστατη.
Οκτώ μικρά τοξωτά καγκελόφραχτα παράθυρα επιτρέπουν την εισροή λιγοστού φωτός προσδίδοντας μιαν ιδιάζουσα υφή στο διάκοσμο, περιορισμένον όμως στην πραγματικότητα στον τονισμό της αρχιτεκτονικής διάρθρωσης τα λοφία διαμορφώνονται με επάλληλα πρισματικά σχήματα και οι βάσεις των τρούλλων με οδοντωτές ταινίες. Τις αποφύσεις των πεσσών τονίζουν ορθά και ανεστραμμένα ανθέμια, ανάγλυφα στο ισχυρό κονίαμα που επένδυε το εσωτερικό.
Η πόλη για το μπεζεστένι ό,τι οφείλει στον Ιμπραήμ-πασά οφείλει και στον καθηγητή της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και ήδη Ακαδημαϊκό Αναστάσιο Ορλάνδο, που στα 1938 απέτρεψε την κατεδάφιση του, και στεγάζει έτσι σήμερα το Αρχαιολογικό της Μουσείο.
ΤΟ ΤΕΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΧΜΕΤ ΜΠΕΗ
Στα 1492/3 ο γιος του κατακτητή της Κριμαίας και γαμπρός του σουλ τάνου Βαγιαζήτ II μπέης Μεχμέτ ανήγειρε το ομώνυμο του αγαθοεργό καθίδρυμα, ιμαρέτ.
Στην επιλογή της θέσης του συγκροτήματος - βρίσκεται στις ανατολικές παρυφές της πόλης - συνηγόρησε ασφαλώς η παραδείσια υφή του τοπίου που δημιουργούσε ο παραρρέων στα νοτιοδυτικά του χείμαρρος με κήπους «που δεν υπήρχαν», λέει, «αλλού πουθενά». Η εκτροπή του χειμάρρου - οι παλαιοί Σερραίοι θυμούνται ακόμη με τρόμο τις πλημμύρες του- που διέγραψε μία τεράστια στροφή στα βορειοανατολικά, το κατέχωσε στην άμμο.
Έτσι, από το σύνολο των οικοδομημάτων απέμεινε το τζαμί, που είναι γνωστό και με την κλήση Αγιά Σοφιά, καθώς και κρήνη στο βορειοδυτικό βραχίονα του περιβόλου.
Το τζαμί ακολουθεί στην κάτοψη το σχήμα ανεστραμμένου Τ, απλό στη σύλληψη αλλά εντυπωσιακό στο αποτέλεσμα. Ο κεντρικός τετράπλευρος χώρος, κατεξοχήν λατρευτικός, καλύπτεται με τρούλλο που αγγίζει στο ύψος τα 26 μέτρα. Στα νοτιοανατολικά του, νοητά στον άξονα της Μέκκας, διαγράφεται προεξέχουσα η πεντάπλευρη κόγχη που φιλοξενεί το μιχράμπ. Στις πλάγιες πλευρές του προσαρτώνται επιμήκη ορθογώνια, σήμερα, διαμερίσματα που καλύπτονται με δύο, το καθένα, κατά μήκος διατασσόμενα σταυροθόλια. Στα βορειοδυτικά διαμορφώνεται η πρόσοψη με κιονοστήρικτο θολοσκεπές προστώο, στο μέσον του οποίου ανοίγεται και η μνημειακή του πύλη.
Στη μεγαλοπρέπεια του οικοδομήματος συντελούν τόσο η κατασκευή και η μορφολογία όσο και η διακόσμηση. Το εξωτερικό πρόσωπο των τοίχων είναι κτισμένο με άψογα λαξευμένους ψαμμίτες και επιστέφεται από γείσα με κοιλόκυρτα κυμάτια. Οι πλινθοδομές των θόλων κρυβόταν κάτω από τα μολύβδινα φύλλα που τις επιστέγαζαν και πίσω από τα διακοσμημένα επιχρίσματα του εσωτερικού. Τα παράθυρα διατάσσονται σε δύο έως τρεις καθ' ύψος ζώνες. Τα υψηλότερα, ακόσμητα, επιστέφονται με οξυκόρυφα τόξα ενώ τα χαμηλότερα εγγράφονται, όπως οι κόγχες και ο πυλώνας της πρόσοψης, σε ορθογώνια αυτοφυή πλαίσια πεποικιλμένα με καμπύλες ταινίες και κυμάτια. Η έντονη διακοσμητική διάθεση κορυφώνεται στην απόδοση των σταλακτιτών, που μεταγράφουν - για τους μυημένους - την αρμονία του σύμπαντος, κεντημένων κυριολεκτικά όχι μόνον στη μαλακή πέτρα των επιστέψεων των πολλαπλών κογχών αλλά και στο μάρμαρο των κιονόκρανων.
ΤΕΜΕΝΟΣ ΖΙΝΤΖΙΡΛΙ
Το μουσουλμανικό τέμενος που βρίσκεται μεταξύ των οδών Ανατολικής Θράκης και Αδριανουπόλεως και χρονολογείται πιθανόν στο δεύτερο μισό του 16ου αι. είναι γνωστό μόνον με την προσηγορική του ονομασία. Η ντόπια παράδοση διέσωσε μόνον την πληροφορία ότι βρισκόταν στο μέσον της συνοικίας των αραμπατζήδων.
Το τετράγωνο σχήμα της κάτοψης του κυρίως τεμένους, που ανήκει στον τύπο των τζαμιών με περίστωο, επιμηκύνεται με τη διαμόρφωση του πενταλόβου προστώου της πρόσοψης του. Η μοναδική είσοδος του εγγράφεται σε λιτή λίθινη κατασκευή, που όμως κατέχει σημαίνοντα ρόλο στην διάρθρωση των στοών: διασπά την ενότητα τους τόσο στο ισόγειο όσο και στο υπερώο αφού επιβάλλει τη δημιουργία - εξαίροντας με τον τρόπο αυτό τη λειτουργία του - ενός υπερυψωμένου διαμερίσματος που ταυτίζεται με το μαχφίλ, όρο που στα ελληνικά θα αποδίδαμε ως κάθισμα. Στο μέσον της νοτιοανατολικής πλευράς του προσαρτάται ορθογώνια σε κάτοψη η κόγχη του μιχράμπ, με δύο μονόλιθους κί ονες να την ορίζουν.
Ο τρούλλος που καλύπτει το κεντρικό τετράγωνο πατά σε τέσσερα ημιχώνια και ισάριθμους ημισκαφοειδείς θόλους σταυροειδώς διατεταγμένους. Τα υπολειπόμενα διάχωρα του υπερώου στεγάζονται με χαμηλούς σκαφοεδείς θόλους . Η διάρθρωση της θολοδομίας ελαφραίνει την αίσθηση του βάρους που, παρά τα πολυάριθμα ζεύγη παραθύρων που διατρυπούν τις όψεις τους, αποπνέουν οι εξωτερικοί του τοίχοι.
Το ίδιο αυτό βάρος που διαπιστώνεται και στο εσωτερικό με την χρήση πολυγωνικών κιόνων και απλών -μοιάζουν να απεμπολούν την όποια διακοσμητική διάθεση- λοξότμητων κιονόκρανων για να ορίσουν τις στοές, επέτρεψε την ευρύτητα του τρουλλοσκέπαστου χώρου, που ήταν και το ζητούμενο του συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού τύπου.
Αντίθετα το μινμπέρ, ο άμβωνας των μουσουλμάνων, που σώθηκε ακέραιο είναι κατάκοσμο: ανάγλυφα συμπλεκόμενα πολύγωνα σχηματίζουν αστεροειδή κοσμήματα στα πτερύγια της κλίμακας, την είσοδο της οποίας επιστέφει πολλαπλής καμπυλότητας, οξυκόρυφο, πεποικιλμένο τόξο. Το θωράκιο της εξέδρας του κοσμεί ελισσόμενος βλαστός με ημίφυλλα άκανθας και άνθη λωτού. Και η ξύλινη πυραμιδοειδής στέγη, που την καλύπτει, καταλήγει μέσω τεσσάρων οξυκόρυφων τόξων σε ισάριθμους κιονίσκους με συμφυή λεπτοκαμωμένα μπακλαβαδωτά κιονόκρανα.
ΤΟ ΤΕΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΜΠΕΗ
Στο δυτικό προάστειο της πόλης, που αναφέρεται στα οθωμανικά έγγραφα ως Kamenica - πολύ λίγο διαφέρει από το σημερινό τοπωνύμιο (Καμενίκια) - ο μπέης Μουσταφά προσέθεσε σ έναν προϋπάρχοντα επίσης τετράπλευρο θολοσκεπή χώρο δύο ισομήκη πλευρικά διαμερίσματα και συνέστησε ίδιον τέμενος. Το σύνολο ενοποιήθηκε με πεντάλοβο κιονοστήρικτο προστώο.
Η λατρευτική κόγχη του μιχράμπ ανοίχθηκε εύκολα στον ανατολικό του τοίχο ενώ η κτητορική επιγραφή του μόνον κατέστρεψε το μέτωπο του τοξωτού υπερθύρου ενός ανοίγματος.
Η στέγαση των διαχώρων του προστώου με τρούλλους αλλά και η έντονη διακοσμητική διάθεση που προσγράφεται στην ποιότητα των μαρμάρινων αλλά και των κτιστών αρχιτεκτονικών στοιχείων αναιρούν την προχειρότητα της τοιχοποιίας κρυμμένης άλλωστε κάτω από ισχυρά επιχρίσματα, που μιμούνται ζωγραφικώς τις τελειότερες τοιχοδομίες. Έτσι, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα συμπαθές τέμενος συνοικιακού χαρακτήρα.